- κάρτο
- το(λ. ιταλ.), το ένα τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας: Θα επιστρέψω σ' ένα κάρτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάρτο — το (Μ κάρτο και κάρτον) το τέταρτο οποιασδήποτε μονάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quarto] … Dictionary of Greek